- κοινογαμία
- ηκαθεστώς ελεύθερης σαρκικής επαφής μεταξύ αντρών και γυναικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοινογάμια — κοινογάμια, τὸ (Α) η κοινογαμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινογαμία, με αλλαγή γένους (πρβλ. καταπόσια: (δυσ)καταποσία)] … Dictionary of Greek
κοινογαμία — η (AM κοινογαμία) το καθεστώς τού ελεύθερου γάμου, τής ελεύθερης σαρκικής μίξης ανδρών και γυναικών χωρίς συζυγικούς δεσμούς («η κοινογαμία υπάρχει σε πολλά φύλα τής Αφρικής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. δι γαμία … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
ομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα σύνολο, σε μία ομάδα ανθρώπων («ομαδικό πνεύμα») 2. αυτός που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες (α. «ομαδική απεργία» β. «ομαδική αποχώρηση») 3. φρ. α) «ομαδικά αγωνίσματα» ή «ομαδικά αθλήματα» αθλητικά … Dictionary of Greek
αγροτικός κομουνισμός — Στοιχειώδης μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης που αντιστοιχεί στο αρχέγονο στάδιο της ανθρώπινης προϊστορίας, όταν η γη δεν ήταν ατομική αλλά ομαδική ιδιοκτησία της φυλής ή του γένους. Ο α.κ. είναι αποτέλεσμα της μετάβασης των λαών από… … Dictionary of Greek